- προσεξαγριαίνει
- πρόσ-ἐξαγριαίνωmake savagepres ind mp 2nd sgπρόσ-ἐξαγριαίνωmake savagepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεξαγριαίνω — Α [ἐξαγριαίνω] εξαγριώνω, εξοργίζω περισσότερο («προσεξαγριαίνει... τὸν θεόν, νομίσας ἀπατήσειν αὐτοῡ τὴν πρόνοιαν», Ιώσ.) … Dictionary of Greek